Οι Αβάσταχτες Αλήθειες της Ομοιoπαθητικής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ομοιοπαθητική είναι μία προ-επιστημονική πρακτική που βασίζεται σε δύο δοξασίες: (α) "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο" ή "κανόνας των ομοίων" (like cures like), σύμφωνα με τον οποίο το σωστό σκεύασμα για έναν ασθενή είναι η ουσία που, όταν χορηγηθεί σε ένα υγιές άτομο, προκαλεί συμπτώματα όμοια με αυτά του ασθενή, και (β) "δυναμοποίηση" (potentization), σύμφωνα με την οποία οι διαδοχικές αραιώσεις και αναδεύσεις καθιστούν ένα σκεύασμα ολοένα και πιο ισχυρό. Τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα προέρχονται από ιχνοστοιχεία και φυτικές ή ζωικές ουσίες που κονιορτοποιούνται και αναμιγνύονται με υδατικά αλκοολούχα διαλύματα. Ακολούθως υποβάλλονται στη διαδικασία της δυναμοποίησης, συνήθως σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαφανίζεται εντελώς η αρχική ουσία από το διάλυμα, το οποίο στη συνέχεια εφαρμόζεται πάνω σε ένα χάπι σουκρόζης και αφήνεται να στεγνώσει.
Σύμφωνα με σύγχρονες επιστημονικές μελέτες, η αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων δεν διαφέρει από εκείνη αυτή των εικονικών φαρμάκων (placebo) [1-4]. Τα εικονικά φάρμακα είναι αδρανείς ουσίες που δεν διαθέτουν καμία θεραπευτική αξία, και χρησιμοποιούνται σε μελέτες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των δραστικών φαρμάκων.
ΒΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Η ομοιοπαθητική βασίζεται σε δύο δοξασίες: "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο" και τη "δυναμοποίηση".
"Το όμοιο θεραπεύει το όμοιο" - Η ομοιοπαθητική επινοήθηκε κατά το τέλος του 18ου αιώνα από τον Γερμανό ιατρό Christian Hahnemann. Καθώς μετάφραζε το βιβλίο Materia Medica του William Cullen στα Γερμανικά, παραξενεύτηκε από την εξήγηση του Cullen για τον μηχανισμό με τον οποίο ο φλοιός της κιγχόνης (cinchona bark) - ένα από τα ελάχιστα δραστικά φάρμακα εκείνη την εποχή - θεράπευε την ελονοσία. Σύμφωνα με τον Cullen, η κιγχόνη λειτουργούσε μέσω της "ενισχυτικής δύναμης που ασκεί στο στομάχι" [5]. Αμφισβητώντας αυτή την εξήγηση, ο Hahnemann αποφάσισε να δοκιμάσει την κιγχόνη στον εαυτό του. Βίωσε αίσθημα παλμών, άγχος, τρόμο και διάχυτο πόνο στις αρθρώσεις (αλλά όχι πυρετό) που διαρκούσαν για δύο έως τρείς ώρες κάθε φορά που λάμβανε την κιγχόνη [5]. Ανέφερε ότι στη συνέχεια αισθανόταν καλά. Αυτή η εμπειρία οδήγησε τον Hahnemann στο συμπέρασμα ότι "similia similibus curentur", δηλαδή "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο". Η εξήγηση του Hahnemann ήταν ότι εάν δύο νοσήματα με όμοια συμπτώματα προσβάλλουν έναν ασθενή, το "ισχυρότερο" νόσημα θα θεραπεύει πάντα το "ασθενέστερο" [6]. Έτσι, υποδυόμενα τα συμπτώματα μίας νόσου, τα ομοιοπαθητικά σκευάσματαφάρμακα "υποκαθιστούν τη φυσική νοσηρή κατάσταση, στερώντας της κατά συνέπεια τη δυνατότητα να ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση στη ζωτική δύναμη". Επιπλέον, "όλα τα σκευάσματα θεραπεύουν, ανεξαιρέτως, τις νόσους που εκδηλώνονται με συμπτώματα τα οποία μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τα συμπτώματα που προκαλούν τα ίδια τα σκευάσματα".
Η εμπειρία του Hahnemann με την κιγχόνη αποτέλεσε τη μοναδική πειραματική του βάση για "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο". Μεταγενέστερες ανακαλύψεις κατέρριψαν το συμπέρασμά του: το ενεργό θεραπευτικό συστατικό της κιγχόνης είναι η κινιδίνη, η οποία θανατώνει το παράσιτο που προκαλεί την ελονοσία [6].
"Δυναμοποίηση" - Είναι η δεύτερη βασική δοξασία της ομοιοπαθητικής και πρεσβεύει ότι οι διαδοχικές αραιώσεις και αναδεύσεις καθιστούν ένα σκεύασμα ολοένα και πιο ισχυρό, ακόμα και όταν ξεπεραστεί το σημείο κατά το οποίο θα μπορούσε να ανιχνευθεί ένα μόριο της αρχικής ουσίας. Κατά την περίοδο των πειραμάτων του με την κιγχόνη, ο Hahnemann συνταγογραφούσε τα κοινά φάρμακα του 18ου αιώνα στις συνηθισμένες δόσεις τους. Πολλά από τα φάρμακα αυτά, (π.χ αρσενικό, υδράργυρος, μπελαντόνα) ήταν ιδιαίτερα τοξικά. Οι ανεπιθύμητες ενέργειές τους θεωρούνταν αναγκαίες για να απαλλαγεί ο οργανισμός από "το δηλητήριο" των διάφορων παθήσεων. Ο Hahnemann αποφάσισε σύντομα, και σύμφωνα με "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο", ότι αντί να εκλύει τις συνηθισμένες τοξικές εκδηλώσεις, έπρεπε να χορηγεί μία δόση που να είναι οριακά αρκετή ώστε να προκαλέσει μία ένδειξη της αναμενόμενης "τεχνητής πάθησης" [5]. Για λόγους που δεν είναι σαφείς, αργότερα μείωσε τις δόσεις ακόμα περισσότερο και εισήγαγε τη διαδοχική αραίωση κατά 10 έως 100 φορές, η οποία κατέστη το πρότυπο της ομοιοπαθητικής [7].
Η έννοια της δυναμοποίησης προσφέρεται για εργαστηριακές μελέτες σύγκρισης των υπερ-αραιωμένων ομοιοπαθητικών σκευασμάτων έναντι των διαλυτικών ουσιών ως προς τη χημική ή βιολογική τους δράση. Μία πασίγνωστη μελέτη του 1988 υποτίθεται ότι αποδεικνύει πως τα διαλύματα της ανοσοσφαιρίνης IgE (σε αραιώσεις έως 10120 φορές), συγκρινόμενα με τις διαλυτικές ουσίες, κατάφεραν να πυροδοτήσουν μία ξεκάθαρη βιολογική δράση: την απελευθέρωση ισταμίνης [8]. Η συγκεκριμένη μελέτη είχε πολλά μεθοδολογικά σφάλματα και τα αποτελέσματά της δεν στάθηκε δυνατόμπόρεσαν να αναπαραχθούν από ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες [9-11].
Η ιδέα της δυναμοποίησης καταστρατηγεί βασικές επιστημονικές αρχές και αντιβαίνει την απλή λογική. Σε κάθε εξήγηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η δυναμοποίηση θα πρέπει να τεκμηριώνεται/αιτιολογείται η διατήρηση της εκάστοτε δράσης παρά το γεγονός ότι η αραίωση φτάνει και ξεπερνά το σημείο κατά το οποίο η αρχική ουσία εξαφανίζεται πλήρως. Πρέπει επίσης να διευκρινίζεται/αιτιολογείται με ποιον τρόπο αυτή η δράση μεταβιβάζεται σε ένα χάπι σουκρόζης ή λακτόζης, το οποίο στη συνέχεια αφήνεται να στεγνώσει και έπειτα διαβρέχεται από το σάλιο και τα γαστρικά υγρά, μεταφέρεται διαμέσου του εντερικού τοιχώματος στην αιματική κυκλοφορία και καταλήγει στο σημείο που ασκεί τη θεραπευτική του δράση, η οποία δεν έχει απλά διατηρηθεί στο ακέραιο αλλά είναι πλέον ενισχυμένη. Πρέπει τέλος επίσης να διευκρινίζεται/αιτιολογείται με ποιον τρόπο το χάπι έχει απαλλαγεί από τις δράσεις κάθε ρυπαντικής ουσίας αφού, εάν η ομοιοπαθητική θεωρία ευσταθεί, το νερό θα πρέπει να περιέχει κάθε ουσία στον πλανήτη με την οποία είχε έρθει σε επαφή κατά το παρελθόν.
Οι σύγχρονοι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι η διαλυτική ουσία συγκρατεί με κάποιον τρόπο ένα "αποτύπωμα" ή μία "ανάμνηση" της αρχικής ουσίας. Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές απόπειρες για να φανεί ότι το νερό σε υγρή μορφή διαθέτει "μεταβαλλόμενη δομή" που με κάποιον τρόπο λαμβάνει την τελική της μορφή ανάλογα με την αρχική ουσία [12-14].
ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Μετά την επινόησή της στη Γερμανία, η ομοιοπαθητική έτυχε ευρείας αποδοχής σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, όταν η ιατρική ήταν επίσης προ-επιστημονική και συχνά επιβλαβής. Με την έλευση της επιστημονικής ιατρικής κατά το τέλος του 19ου και την αρχή του 20ου αιώνα, η ομοιοπαθητική περιθωριοποιήθηκε [7]. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μία μικρή βελτίωση της δημοτικότητάς της λόγω του ενδιαφέροντος του κοινού για τις "εναλλακτικές" θεραπείες. Σύμφωνα με τη μελέτη NHIS (National Health Interview Survey), το 1.8% των ενηλίκων και το 1.3% των παιδιών στις ΗΠΑ χρησιμοποίησαν ομοιοπαθητικά σκευάσματα το 2007. Ωστόσο, η μελέτη δεν αποσαφήνιζε πόσοι από τους παραπάνω έλαβαν τα σκευάσματα αυτά κατόπιν συμβουλής ιατρού και ποιοι με δική τους πρωτοβουλία [15]. Μία μεταγενέστερη μελέτη NHIS στις ΗΠΑ το 2012 ανέφερε ότι το 2.1% των ενηλίκων είχαν χρησιμοποιήσει ομοιοπαθητικά σκευάσματα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες [16]. Η χρήση της ομοιοπαθητικής είναι πιο διαδεδομένη στην Ευρώπη και στην Ασία από ότι στις ΗΠΑ [17,18].
Παρασκευή σκευασμάτων - Τα περισσότερα ομοιοπαθητικά σκευάσματα προέρχονται από ιχνοστοιχεία και φυτικές ή ζωικές ουσίες που κονιορτοποιούνται και αναμιγνύονται με υδατικά αλκοολούχα διαλύματα [19]. Πολλές από αυτές τις ουσίες είναι ιδιαίτερα τοξικές στις αρχικές τους συγκεντρώσεις. Ακολούθως, κάθε σκεύασμα υποβάλλεται σε δυναμοποίηση που συνίσταται σε διαδοχικές αραιώσεις και αναδεύσεις.
Οι αραιώσεις κυμαίνονται από 106 έως 101.000.000 φορές (τα σκευάσματα που έχουν αραιωθεί περισσότερες από 1023 φορές χαρακτηρίζονται ως "υπερ-αραιωμένα" ή "υπερ-μοριακά"). Μετά τη δυναμοποίηση, η παρασκευή των περισσότερων σκευασμάτων ολοκληρώνεται με την ενστάλλαξη μίας σταγόνας του διαλύματος πάνω σε ένα χάπι σουκρόζης και αφήνεται να στεγνώσει. Το τελικό διάλυμα συχνά παρασκευάζεται με αλκοόλ σε περιεκτικότητα τουλάχιστον 70% ώστε να μην διαλυθεί το χάπι [20]. Επίσης διατίθενται σκευάσματα σε υγρή μορφή, καθώς και ενέσιμα σκευάσματα ή για τοπική χρήση.
Παρά το γεγονός ότι οι ουσίες συχνά αραιώνονται σε βαθμό που να μην αποτελούν κίνδυνο, σε μερικά ομοιοπαθητικά σκευάσματα έχουν ανιχνευθεί τοξίνες ή τοξικοί ρυπαντές [21-23].
"Επαληθεύσεις" (provings) - Οι ισχυρισμοί περί αποτελεσματικότητας των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων βασίζονται στις λεγόμενες "επαληθεύσεις" (ή αλλιώς "ομοιοπαθητικές παθογενετικές μελέτες"): ένας ομοιοπαθητικός χορηγεί κάποιο σκεύασμα σε ένα ή περισσότερα υγιή άτομα που τηρούν λεπτομερές ημερολόγιο για την κάθε αίσθηση, αίσθημα και αλλαγή της ψυχικής ή σωματικής κατάστασης που παρατηρούν κατά τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες. Όλα αυτά τα συμπτώματα, ανεξάρτητα από το πόσο απροσδιόριστα ή φαινομενικά ασήμαντα είναι, αποδίδονται στη δράση του σκευάσματος. Ο Hahnemann διεξήγαγε τις πρώτες του επαληθεύσεις με μη αραιωμένες ουσίες, αλλά τελικά χρησιμοποίησε υπερ-αραιωμένα σκευάσματα που συνεχίζουν να αποτελούν τον κανόνα. Για τον ομοιοπαθητικό, τα "συμπτώματα" είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που έχουν στο μυαλό τους οι κλασικοί ιατροί. Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται "τα όνειρα που δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί» ή "μία αίσθηση φαγούρας στην παλάμη που αναγκάζει το άτομο να ξυστεί" [24].
Τα συμπτώματα αυτά έχουν συγκεντρωθεί και το συνολικό αποτέλεσμα έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο Materia Medica, όπου παρατίθενται με αλφαβητική σειρά όλα τα σκευάσματα σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα συμπτώματα. Για καθεμία ουσία αναφέρονται κατά κανόνα χιλιάδες συμπτώματα. Περισσότερες από τις μισές εκ των 1300 καταχωρήσεων που περιλαμβάνονται στην Ομοιοπαθητική Φαρμακοποιία των ΗΠΑ (US Homeopathic Pharmacopoeia) βασίζονται σε επαληθεύσεις που διεξήχθησαν κατά τον 19ο αιώνα. Περίπου το 65% από αυτές αποδίδονται στον ίδιο τον Hahnemann, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων σκευασμάτων από εκείνα που συνταγογραφούν συχνά οι σύγχρονοι ομοιοπαθητικοί [20].
Σύμφωνα με τη διαδικασία των επαληθεύσεων, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση της ομοιοπαθητικής πρακτικής, υποτίθεται ότι οι συμμετέχοντες είναι σε θέση να διακρίνουν ένα ομοιοπαθητικό σκεύασμα από ένα εικονικό φάρμακο. Η υπόθεση αυτή δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί, παρά τις αρκετές εμπεριστατωμένες μελέτες [25-29].
Επιλογή σκευάσματος - Το αντίστροφο του Materia Medica είναι το Repertory (ευρετηριολόγιο), όπου τα συμπτώματα παρατίθενται με αλφαβητική σειρά σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα σκευάσματα. Τα ευρετηριολόγια δεν είναι λιγότερο ογκώδη από το Materia Medica. Ο ομοιοπαθητικός, αφού εκμαιεύσει από τον ασθενή μία μεγάλη ακολουθία συμπτωμάτων, καθορίζει το ορθό σκεύασμα εντοπίζοντας στο Materia Medica την ομάδα συμπτωμάτων που ταιριάζει καλύτερα στην εικόνα του ασθενή. Η διαδικασία αυτή υποβοηθείται από ένα ευρετηρολόγιο και αποτελεί τη βάση των ισχυρισμών εκ μέρους των ομοιοπαθητικών ότι θεραπεύουν το άτομο και όχι τη νόσο. Έτσι, οι ομοιοπαθητικοί επιλέγουν ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές θεραπείες για κάθε ένα σύνολο συμπτωμάτων. Αντίθετα, οι κλασικοί ιατροί συνήθως αποδίδουν κάθε σύνολο συμπτωμάτων σε ένα νόσημα για το οποίο διατίθενται περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές [30].
Οι ακόλουθες θεραπείες είναι παραδείγματα από ένα συνοπτικό Materia medica για τον πόνο το αυτί [30]:
Belladonna - "για τον πόνο στο αυτί που εισβάλλει απότομα και με πολύ μεγάλη ένταση. Ο πυρετός μπορεί να φτάσει ακόμα και τους 40o C, οπότε το πρόσωπο αποκτά ένα ζωηρό ερυθρό χρώμα και οι κόρες των ματιών διαστέλλονται … επίσης μπορεί να παρατηρηθούν έντονες διαταραχές του ύπνου με εφιάλτες στους οποίους το παιδί βλέπει ζώα που του προκαλούν κλάμα".
Chamomilla - "Το παιδί είναι εξαιρετικά ευερέθιστο και με ευμετάβλητη διάθεση, χωρίς να γνωρίζει τι θέλει … το μόνο πράγμα που μπορεί να το ηρεμήσει είναι να το κρατάει κάποιος αγκαλιά περπατώντας ασταμάτητα πάνω-κάτω … τα πράσινα κόπρανα αποτελούν συχνό συνοδό εύρημα, ειδικά σε περιστατικά ωτίτιδας που συνυπάρχει με ανατολή των δοντιών".
Hepar sulphur - "ενδείκνυται σε παιδιά που έχουν έντονο ρίγος … ο πόνος στο αυτί είναι διαξιφιστικός … χειρότερος από την έκθεση σε ψυχρό αέρα … επίσης ενδείκνυται σε περιστατικά πόνου στο αυτί εξ αντανακλάσεως από τον φάρυγγα".
Μερικοί ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι οι τόσο εξατομικευμένες θεραπείες καθιστούν ανέφικτη τόσο τη θέσπιση κανονισμών όσο και την έρευνα της ομοιοπαθητικής επειδή "δεν υπάρχει πραγματική ομοφωνία μεταξύ των ομοιοπαθητικών σε σχέση με το ποιες θεραπείες είναι ειδικές για ένα συγκεκριμένο σύνολο συμπτωμάτων" [31]. Αν το ομοιοπαθητικό σχήμα είναι έγκυρο, θα πρέπει να υπάρχει κάποιου βαθμού ομοφωνία ανάμεσα σε διακεκριμένους ομοιοπαθητικούς σχετικά με την επιλογή της θεραπείας, αλλά οι μελέτες έχουν δείξει μικρή διαβαθμολογική αξιοπιστία (interrater reliability) [32, 33]. Με απλά λόγια, ο βαθμός της ομοφωνίας μεταξύ των ειδημόνων είναι πολύ περιορισμένος.
Σύγχρονη ομοιοπαθητική - Με εξαίρεση τις σταδιακές προσθήκες στην ομοιοπαθητική φαρμακοποιία, η ομοιοπαθητική έχει μεταβληθεί ελάχιστα από την εποχή του Hahnemann.
Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί η επιρροή που άσκησαν δύο άλλοι ομοιοπαθητικοί του 19ου αιώνα. Στον Constantine Hering (1800–1880), που αποκαλείται "ο πατέρας της Αμερικανικής ομοιοπαθητικής", αποδίδονται τα εύσημα για τη διατύπωση του Νόμου της Θεραπείας (Hering’s Law of Cure) [34]:
Το ανθρώπινο σώμα αναζητεί να εξωτερικεύσει τη νόσο και να την μετατοπίσει από τα πιο σημαντικά εσωτερικά επίπεδα στα μικρότερης σημασίας εξωτερικά επίπεδα. Έτσι, κάποιος με άσθμα μπορεί να εμφανίσει ένα δερματικό εξάνθημα στη διάρκεια της ανάρρωσής του.
Η ανάρρωση εξελίσσεται με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω. Έτσι, κάποιος που πάσχει από αρθρίτιδα σε πολλές αρθρώσεις θα παρατηρήσει αρχικά ανακούφιση στο πάνω μέρος του σώματος και μετά στο κάτω.
Η ανάρρωση εξελίσσεται με αντίστροφη σειρά από τα συμπτώματα. Έτσι, τα πιο πρόσφατα συμπτώματα θα υποχωρήσουν πρώτα, και κατά την πορεία της ανάρρωσης το άτομο μπορεί να βιώσει ξανά τα αρχικά συμπτώματα.
Ο "τρίτος νόμος" του Hering αποτελεί τη βάση ενός συχνού ομοιοπαθητικού ισχυρισμού σύμφωνα με τον οποίο η "επιδείνωση" που παρατηρείται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη λήψη του ομοιοπαθητικού σκευάσματος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποτυχία της θεραπείας, αλλά ως ένδειξη ότι το επιλεγμένο σκεύασμα είναι μάλλον το σωστό [35]. Ωστόσο, από μία συστηματική ανασκόπηση μελετών με εικονικό φάρμακο προέκυψε ότι οι επιδεινώσεις είναι σπάνιες και δεν παρατηρούνται συχνότερα στους ασθενείς που λαμβάνουν ομοιοπαθητικά σκευάσματα από ότι στους ανθρώπους που λαμβάνουν εικονικό φάρμακο [36]. Επίσης, ο Hering καθιέρωσε αυτό που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως "ισοπαθητική", δηλαδή τη χρήση δυναμοποιημένων δηλητηρίων ή "νοσωδών" (τμήματα νεκρών ζώων) για τη θεραπεία ή πρόληψη ασθενειών [37]. Ο Hering ήταν ο πρώτος ομοιοπαθητικός που εξέφρασε την αντίθεσή του στους εμβολιασμούς τους οποίους χαρακτήριζε ως "δηλητηρίαση" [38]. Η άποψη αυτή απέναντι στους εμβολιασμούς εξακολουθεί να παραμένει διαδεδομένη στους ομοιοπαθητικούς [39-42].
Ο James Tyler Kent (1849–1916) διέδωσε τις "θεμελιώδεις ομοιοπαθητικές θεραπείες" με βάση τα χαρακτηριστικά ασθενών (σωματότυπος, διατροφικές συνήθειες και προσωπικότητα) οι οποίοι βρίσκονταν σε σταθερή κατάσταση και όχι με βάση τα οξέα συμπτώματα [43]. Ο Hering και ο Kent έθεσαν τις βάσεις που απαιτούνταν για τον σημερινό ισχυρισμό της ομοιοπαθητικής ότι αποτελεί ένα "ολιστικό ιατρικό σύστημα" που δεν θεραπεύει μόνο τα οξέα νοσήματα, αλλά επίσης προλαμβάνει τις λοιμώξεις και βελτιώνει τη γενική κατάσταση της υγείας [44,45].
Υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η ομοιοπαθητική. Πολλοί σύγχρονοι ομοιοπαθητικοί προωθούν ομοιοπαθητικές μεθόδους για την πρόληψη και θεραπεία πολλών λοιμώξεων, όπως π.χ. γρίπη, ευλογιά, άνθρακας, χολέρα, βλεννόρροια, σύφιλη φυματίωση και AIDS [46-49]. Μερικοί ομοιοπαθητικοί κατατάσσουν τον εαυτό τους στους "κλασικούς" ομοιοπαθητικούς λειτουργώντας σύμφωνα με τις αρχές του Hahnemann που ορίζουν ότι η ομοιοπαθητική δεν πρέπει να εφαρμόζεται ταυτόχρονα με άλλα είδη ιατρικής και ότι πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ένα ομοιοπαθητικό σκεύασμα κάθε φορά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η ομοιοπαθητική μπορεί να συνδυαστεί με την κλασική ιατρική [30]. Ωστόσο κάποιοι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών χειροπρακτών και των περισσότερων φυσικοπαθητικών (naturopaths), χρησιμοποιούν την ομοιοπαθητική μαζί με πολλές εναλλακτικές θεραπείες. Όλες οι σχολές φυσικοπαθητικής περιέχουν ομοιοπαθητική στα προγράμματά τους, και πολλοί φυσικοπαθητικοί είναι κυρίως ομοιοπαθητικοί [50,51].
ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Πολλές εμπεριστατωμένες αναλύσεις μεγάλων (τυχαιοποιημένων) επιστημονικών μελετών δεν κατάφεραν να αναδείξουν κανένα οποιοδήποτε όφελος από τη χρήση ομοιοπαθητικών σκευασμάτων σε καμίαοποιαδήποτε νόσο [1-2, 52-54]. Πολλές μικρές τυχαιοποιημένες μελέτες χαμηλότερης ποιότητας έχουν αναφέρει στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα που υποδηλώνουν ένα μικρό όφελος από τη χρήση ομοιοπαθητικών σκευασμάτων συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο [53]. Οι μεγάλες και πιο αδιάσειστες μελέτες τείνουν να καταρρίπτουν αυτά τα ευρήματα [2,3,53]. Τα "θετικά" αποτελέσματα της ομοιοπαθητικής είναι πιθανότερο ότι απορρέουν από συστηματικό σφάλμα (bias) των μελετών παρά από ειδικές δράσεις των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων [55,56]. Πολλοί ανεξάρτητοι ερευνητές έχουν τεκμηριώσει τη μη επαναληπτότητα πολλών αναφερόμενων θετικών ευρημάτων της ομοιοπαθητικής έρευνας [4,9].
Η ομοιοπαθητική ως σύνολο - Σε μία ανάλυση μεγάλων (τυχαιοποιημένων) μελετών με εικονικό φάρμακο συγκρίθηκε η αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής με τα συμβατικά φάρμακα σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών της υγείας [1]. Δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ομοιοπαθητική θεραπεία και το εικονικό φάρμακο, ενώ η συμβατική θεραπεία ήταν σαφώς ανώτερη από το εικονικό φάρμακο.
Σε μία από τις πρώτες αναλύσεις για τα αποτελέσματα της ομοιοπαθητικής, στην οποία συμπεριλήφθησαν 89 τυχαιοποιημένες μελέτες, βρέθηκε ότι η ομοιοπαθητική ήταν αποτελεσματικότερη από το εικονικό φάρμακο, όταν συνδυαζόταν μια ετερογενής ομάδα σκευασμάτων για διαφορετικές νόσους [52].
Μεταγενέστερες επανεκτιμήσεις αυτής της ανάλυσης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όταν πραγματοποιήθηκαν διορθώσεις ως προς την ποιότητα της μελέτης και το συστηματικό σφάλμα της έκδοσης, το φαινομενικό πλεονέκτημα της ομοιοπαθητικής ήταν ελάχιστο ή μηδενικό [2,3,53]
Εξίσου απογοητευτικά ήταν και τα αποτελέσματα τυχαιοποιημένων μελετών για τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα σε παιδιά και εφήβους [57].
Αυτός ο όγκος της βιβλιογραφίας, σε συνδυασμό με τις προ-κλινικές μελέτες που προαναφέρθηκαν και την ακραία αβασιμότητα των ομοιοπαθητικών δοξασιών αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη των εικονικών φαρμάκων.
Συγκεκριμένες νόσοι - Από τις αναλύσεις και τις συστηματικές ανασκοπήσεις έχει βρεθεί ότι τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα είναι αναποτελεσματικά στις ακόλουθες καταστάσεις: διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας [58], αλλεργική ρινίτιδα [59], άσθμα [60], ινομυαλγία, [61], πρόσκληση τοκετού [62], κεφαλαλγία [63], πρόληψη και αντιμετώπιση της γρίπης [64,65 ], θεραπεία καρκίνου [66], άγχος [67], κατάθλιψη [68], και κάποιες δερματολογικές καταστάσεις (π.χ. ατοπική δερματίτιδα ψωρίαση) [69].
Η ομοιοπαθητική έχει ενταχθεί στο εθνικό σύστημα υγείας της Ινδίας, του Μεξικού, της Βραζιλίας, του Πακιστάν και της Σρι Λάνκα [70].
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ομοιοπαθητική είναι μία προ-επιστημονική πρακτική που βασίζεται σε δύο δοξασίες: (α) "το όμοιο θεραπεύει το όμοιο" ή "κανόνας των ομοίων", σύμφωνα με τον οποίο το σωστό σκεύασμα για έναν ασθενή είναι η ουσία που, όταν χορηγηθεί σε ένα υγιές άτομο, προκαλεί συμπτώματα όμοια με αυτά του ασθενή, και (β) "δυναμοποίηση" σύμφωνα με την οποία οι διαδοχικές αραιώσεις και αναδεύσεις καθιστούν ένα σκεύασμα ολοένα και πιο ισχυρό. Μεταγενέστερες ανακαλύψεις κατέρριψαν τον "κανόνα των ομοίων", ενώ δεν έχει αποδειχθεί ότι τα "υπερ-αραιωμένα" ομοιοπαθητικά σκευάσματα ασκούν κάποια βιολογική δράση.
Τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα προέρχονται από ιχνοστοιχεία και φυτικές ή ζωικές ουσίες που κονιορτοποιούνται και αναμιγνύονται με υδατικά αλκοολούχα διαλύματα. Ακολούθως υποβάλλονται στη διαδικασία της δυναμοποίησης, συνήθως σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαφανίζεται εντελώς η αρχική ουσία από το διάλυμα.
Οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι θεραπεύουν το άτομο και όχι τη νόσο. Αυτός είναι ο λόγος που επιλέγουν ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά σκευάσματα για την ίδια νόσο. Ο ομοιοπαθητικός, αφού εκμαιεύσει από τον ασθενή μία μεγάλη ακολουθία συμπτωμάτων, καθορίζει το ορθό σκεύασμα εντοπίζοντας την ομάδα συμπτωμάτων που ταιριάζει καλύτερα στην εικόνα του ασθενή. Οι μελέτες έχουν δείξει ο βαθμός της ομοφωνίας μεταξύ των ειδημόνων ως προς την επιλογή της θεραπείας είναι πολύ περιορισμένος.
Από το σύνολο των επιστημονικών αποδείξεων προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη των εικονικών φαρμάκων. Συνεπώς, η ομοιοπαθητική δεν έχει θέση στην πρόληψη ή θεραπεία καμίας νόσου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Shang A, Huwiler-Müntener K, Nartey L, et al. Are the clinical effects of homoeopathy placebo effects? Comparative study of placebo-controlled trials of homoeopathy and allopathy. Lancet 2005; 366:726.
Linde K, Scholz M, Ramirez G, et al. Impact of study quality on outcome in placebo-controlled trials of homeopathy. J Clin Epidemiol 1999; 52:631.
Ernst E. A systematic review of systematic reviews of homeopathy. Br J Clin Pharmacol 2002; 54:577.
Ernst E. Homeopathy: what does the "best" evidence tell us? Med J Aust 2010; 192:458.
Cullen W. Materia Medica. In: History of Homœopathy: its Origin; its Conflict, Ameke, WE (Eds), Gould & Son, London 1885, p.103.
Hahnemann, SC. Organon of Medicine, 5th ed, Dudegeon 1833.
Fishbein M. The Rise and Fall of Homeopathy. In: Fads and Quackery in Healing, Fishbein M (Ed), Blue Ribbon Books, Inc., New York 1932, p.19.
Davenas E, Beauvais F, Amara J, et al. Human baseophil degranulation triggered by very dilute antiserum against IgE. Nature 1988; 333:816.
Maddox J, Randi J, Stewart WW. "High-dilution" experiments a delusion. Nature 1988; 334:287.
Ovelgönne JH, Bol AW, Hop WC, van Wijk R. Mechanical agitation of very dilute antiserum against IgE has no effect on basophil staining properties. Experientia 1992; 48:504.
Hirst SJ, Hayes NA, Burridge J, et al. Human basophil degranulation is not triggered by very dilute antiserum against human IgE. Nature 1993; 366:525.
Elia V, Baiano S, Duro I, et al. Permanent physico-chemical properties of extremely diluted aqueous solutions of homeopathic medicines. Homeopathy 2004; 93:144.
Jonas WB, Jacobs J. Healing with Homeopathy: the Doctors’ Guide, Warner Books, New York, NY 1996, p.21.
Roy R, Tiller WA, Bell I, Hoover MR. The Structure Of Liquid Water; Novel Insights From Materials Research; Potential Relevance To Homeopathy. Materials Research Innovations Online, 2005.
Barnes, PM, Bloom, B, Nahin, R. CDC National Health Statistics Report #12. Complementary and Alternative Medicine Use Among Adults and Children: United States, 2007. December 2008.
Clarke TC, Black LI, Stussman BJ, et al. Trends in the use of complementary health approaches among adults: United States, 2002-2012. Natl Health Stat Report 2015; :1.
Tuffs A. Three out of four Germans have used complementary or natural remedies. BMJ 2002; 325:990.
Prasad R. Homoeopathy booming in India. Lancet 2007; 370:1679.
Kayne, SB. Homeopathic Pharmacy. Elsevier Ltd, Philadelphia 2006, p.93.
Shelton JW. Homeopathy: How it Really Works, Prometheus Books, Amherst, NY 2004. p.110.
Pettypiece, S. Smell-Loss Drug Escaped FDA Review Under Homeopathic Label.
Chakraborti D, Mukherjee SC, Saha KC, et al. Arsenic toxicity from homeopathic treatment. J Toxicol Clin Toxicol 2003; 41:963.
Tumir H, Bosnir J, Vedrina-Dragojević I, et al. Preliminary investigation of metal and metalloid contamination of homeopathic products marketed in Croatia. Homeopathy 2010; 99:183.
Kent, JT. Lectures on Homepathic Philosophy, 6th, B. Jain Publishers Ltd, New Delhi 2005, p.121.
Brien S, Lewith G, Bryant T. Ultramolecular homeopathy has no observable clinical effects. A randomized, double-blind, placebo-controlled proving trial of Belladonna 30C. Br J Clin Pharmacol 2003; 56:562.
Walach H, Köster H, Hennig T, Haag G. The effects of homeopathic belladonna 30CH in healthy volunteers. A randomized, double-blind experiment. J Psychosom Res 2001; 50:155.
Vickers AJ, van Haselen R, Heger M. Can homeopathically prepared mercury cause symptoms in healthy volunteers? A randomized, double-blind placebo-controlled trial. J Altern Complement Med 2001; 7:141.
Vickers A, McCarney R, Fisher P, van Haselen R. Can homeopaths detect homeopathic medicines? A pilot study for a randomised, double-blind, placebo controlled investigation of the proving hypothesis. Br Homeopath J 2001; 90:126.
Dantas F, Fisher P, Walach H, et al. A systematic review of the quality of homeopathic pathogenetic trials published from 1945 to 1995. Homeopathy 2007; 96:4.
Jonas WB, Jacobs J. Healing with Homeopathy: the Doctors’ Guide, Warner Books, New York 1996, p.170.
Junod SW. An alternative perspective: homeopathic drugs, Royal Copeland, and federal drug regulation. Food Drug Law J 2000; 55:161.
Vickers AJ, van Haselen RA, Pang L, Berkovitz S. Inter-rater reliability of symptom repertorisation: a pragmatic empirical study. Br Homeopath J 2000; 89:188.
Brien S, Prescott P, Owen D, Lewith G. How do homeopaths make decisions? An exploratory study of inter-rater reliability and intuition in the decision making process. Homeopathy 2004; 93:125.
Barrett, S. Homeopathic Glossary. HomeoWatch website. Revised March 26, 2009.
Jonas, WB, Jacobs, J. Healing with Homeopathy: the Doctors' Guide, Warner Brooks, New York 1996, p.21.
Grabia S, Ernst E. Homeopathic aggravations: a systematic review of randomised, placebo-controlled clinical trials. Homeopathy 2003; 92:92.
Little, D. Nosodes in Homeopathy. Simillimum.com; Homeopathic Online Education website, 2007.
Hering, C. The Homoeopathic Domestic Physician, 7th ed, Boericke, FE (Ed). Hahnemann Publishing House, Philadelphia 1883, p.387.
Ernst E, White AR. Homoeopathy and immunization. Br J Gen Pract 1995; 45:629.
Schmidt K, Ernst E. MMR vaccination advice over the Internet. Vaccine 2003; 21:1044.
Lee AC, Kemper KJ. Homeopathy and naturopathy: practice characteristics and pediatric care. Arch Pediatr Adolesc Med 2000; 154:75.
Minutes of a meeting of the Connecticut Homeopathic Medical Examining Board, March 12, 2003.
Natural Alternative website. Homeopathy Constitution Types.
NCCAM website. What are the major types of complementary and alternative medicine? Updated Feb 2007.
Ullman, D. Prophylaxis. In: A Homeopathic Perspective on Infectious Disease: Effective Alternatives to Antibiotics. Homeopathic Educational Services website
Barrett, S. Stay Away from Homeopathic Flu Vaccine "Substitutes." HomeoWatch website, 2004.
Barrett, S. Bogus Homeowpathic "Smallpox Shield" Stopped. HomeoWatch website, 2003.
Garsombke, K. Alternative Remedies for Anthrax: Homeopathy provides options. Utne Reader Online. November 2, 2001.
Ghosh, P. Homeopathic practices 'risk lives'. BBC News. 13 July 2006.
Association of Accredited Naturopathic Medical Colleges website. Academic Curriculum.
Homeopathic Academy of Naturopathic Physicians website.
Linde K, Clausius N, Ramirez G, et al. Are the clinical effects of homeopathy placebo effects? A meta-analysis of placebo-controlled trials. Lancet 1997; 350:834.
Linde K, Melchart D. Randomized controlled trials of individualized homeopathy: a state-of-the-art review. J Altern Complement Med 1998; 4:371.
Lüdtke R, Rutten AL. The conclusions on the effectiveness of homeopathy highly depend on the set of analyzed trials. J Clin Epidemiol 2008; 61:1197.
Ioannidis JP. Why most published research findings are false: author's reply to Goodman and Greenland. PLoS Med 2007; 4:e215.
Beyerstein, BL. Social and Judgmental Biases that Make Inert Treatments Seem to Work. Scientific Review of Alternative Medicine 1999; 3:20.
Altunç U, Pittler MH, Ernst E. Homeopathy for childhood and adolescence ailments: systematic review of randomized clinical trials. Mayo Clin Proc 2007; 82:69.
Coulter MK, Dean ME. Homeopathy for attention deficit/hyperactivity disorder or hyperkinetic disorder. Cochrane Database Syst Rev 2007; :CD005648.
Passalacqua G, Bousquet PJ, Carlsen KH, et al. ARIA update: I--Systematic review of complementary and alternative medicine for rhinitis and asthma. J Allergy Clin Immunol 2006; 117:1054.
McCarney RW, Linde K, Lasserson TJ. Homeopathy for chronic asthma. Cochrane Database Syst Rev 2004; :CD000353.
Perry R, Terry R, Ernst E. A systematic review of homoeopathy for the treatment of fibromyalgia. Clin Rheumatol 2010; 29:457.
Smith CA. Homoeopathy for induction of labour. Cochrane Database Syst Rev 2003; :CD003399.
Ernst E. Homeopathic prophylaxis of headaches and migraine? A systematic review. J Pain Symptom Manage 1999; 18:353.
van der Wouden JC, Bueving HJ, Poole P. Preventing influenza: an overview of systematic reviews. Respir Med 2005; 99:1341.
Vickers AJ, Smith C. Homoeopathic Oscillococcinum for preventing and treating influenza and influenza-like syndromes. Cochrane Database Syst Rev 2006; :CD001957.
Milazzo S, Russell N, Ernst E. Efficacy of homeopathic therapy in cancer treatment. Eur J Cancer 2006; 42:282.
Pilkington K, Kirkwood G, Rampes H, et al. Homeopathy for anxiety and anxiety disorders: a systematic review of the research. Homeopathy 2006; 95:151.
Pilkington K, Kirkwood G, Rampes H, et al. Homeopathy for depression: a systematic review of the research evidence. Homeopathy 2005; 94:153.
Smolle J. Homeopathy in dermatology. Dermatol Ther 2003; 16:93.
World Health Organization website. "Legal Status of Traditional Medicine and Complementary/Alternative Medicine: A Worldwide Review" World Health Organization, 2001.
ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
Οι πληροφορίες που περιέχονται στον παρόντα ιστότοπο είναι μόνο για εκπαιδευτικούς και ενημερωτικούς σκοπούς και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο συμβουλής ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου και εξουσιοδοτημένου ιατρού ή άλλου φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως ιατρική συμβουλή. Θα πρέπει πάντα να συμβουλεύεστε τον ιατρό σας.