Περικαρδίτιδα
Περικαρδίτιδα είναι η φλεγμονή του περικαρδίου. Περικάρδιο είναι ο σάκος που περιβάλλει την καρδιά (βλ. Εικόνα 1). Ο φυσιολογικός του ρόλος είναι να προστατεύει την καρδιά και να μειώνει την τριβή ανάμεσα στην καρδιά και τα γειτονικά της όργανα.
Η περικαρδίτιδα μπορεί να συνοδεύεται από περικαρδιακή συλλογή, δηλαδή άθροιση υγρού μέσα στον περικαρδιακό σάκο. Αν συσσωρευτεί μεγάλη ποσότητα υγρού στο περικάρδιο, μπορεί να συμπιέσει την καρδιά. Αυτό ονομάζεται "επιπωματισμός της καρδιάς", και αποτελεί ένα σοβαρό και απειλητικό για τη ζωή πρόβλημα, αν δεν διαγνωσθεί και δεν αντιμετωπιστεί άμεσα.
Η περικαρδίτιδα έχει πολλές αιτίες, συμπεριλαμβανομένων των εξής:
Άγνωστη αιτία (η αποκαλούμενη "ιδιοπαθής" περικαρδίτιδα) – Σε πολλές περιπτώσεις η αιτία της περικαρδιακής νόσου δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Η αποσαφήνιση της αιτίας δεν είναι πάντα απαραίτητη, ιδιαίτερα αν η νόσος ανταποκρίνεται στη θεραπεία.
Λοίμωξη – Η πλειοψηφία των περιπτώσεων οφείλεται σε κάποιον ιό ή κάποιον άγνωστο μικροοργανισμό.
Ακτινοβολία – Συνήθως μετά από ακτινοθεραπεία για κακοήθεια, ειδικά καρκίνο μαστού, καρκίνο πνεύμονα ή λέμφωμα.
Τραύμα στο θώρακα – Όπως π.χ. από το τιμόνι σε τροχαίο ατύχημα ή μετά από χειρουργική επέμβαση στην καρδιά. Επίσης περικαρδίτιδα μπορεί να προκληθεί μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου.
Φάρμακα και τοξίνες
Μεταβολικές και ενδοκρινικές διαταραχές – Όπως π.χ. νεφρική ανεπάρκεια και υποθυρεοειδισμός.
Καρκίνος – Περικαρδίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί όταν ένας καρκίνος εξαπλώνεται στην καρδιά από γειτονικά της όργανα, συνήθως από τον μαστό ή από λέμφωμα Hodgkin.
Ρευματικά νοσήματα – Όπως π.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα κ.ά.
Παθήσεις του πεπτικού συστήματος – Όπως π.χ. ελκώδης κολίτιδα και νόσος Crohn.
Το συχνότερο σύμπτωμα της οξείας (αιφνίδιας έναρξης) περικαρδίτιδας είναι ο πόνος στον θώρακα, που συνήθως επιδεινώνεται στη βαθειά εισπνοή. Μερικές φορές είναι διάχυτος και μπορεί να μοιάζει με τον πόνο του εμφράγματος μυοκαρδίου. Ο πόνος μπορεί να γίνεται εντονότερος όταν το άτομο ξαπλώνει, και μπορεί να ακτινοβολεί στους ώμους ή το άνω τμήμα της ράχης. Μερικοί ασθενείς με περικαρδίτιδα εμφανίζουν και πυρετό.
Εικόνα 1
Η διάγνωση της περικαρδίτιδας βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς, στην εξέταση που θα τον υποβάλλει ο καρδιολόγος, και σε μερικά αιματολογικά και απεικονιστικά τεστ, όπως:
Ηλεκτροκαρδιογράφημα – Το τεστ αυτό αξιολογεί την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς σας.
Υπερηχοκαρδιογράφημα – Χρησιμοποιεί υπερήχους για να αξιολογήσει το μέγεθος και τη λειτουργία των κοιλοτήτων της καρδιάς, καθώς και τη δομή και τη λειτουργία των καρδιακών βαλβίδων. Επίσης είναι χρήσιμο στον έλεγχο της παρουσίας περικαρδιακού υγρού και την ποσοτικοποίησή του.
Ακτινογραφία θώρακα – Δείχνει αν υπάρχει μεγάλη ποσότητα περικαρδιακού υγρού.
Αιματολογικές εξετάσεις – Μετρούν τα επίπεδα των λευκών αιμοσφαιρίων και συγκεκριμένων πρωτεϊνών στο αίμα, που αυξάνονται ως απάντηση στην περικαρδίτιδα. Ο καρδιολόγος μπορεί να μετρήσει τα επίπεδα των παραγόντων αυτών για να ελέγξει για περικαρδίτιδα ή για να διαπιστώσει αν αυτή βελτιώνεται.
Η περικαρδίτιδα αντιμετωπίζεται με:
Ανάπαυση
Φάρμακα κατά του πόνου και της φλεγμονής (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη), όπως ασπιρίνη, ιβουπροφένη και ινδομεθακίνη.
Ένα φάρμακο που ονομάζεται κολχικίνη.
Στεροειδή, π.χ. πρεδνιζόνη, σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στα αρχικά θεραπευτικά μέτρα.
Περίπου το 15–30% των ατόμων με οξεία περικαρδίτιδα θα εκδηλώσουν υποτροπιάζουσα ή επίμονη περικαρδίτιδα, συνήθως με περικαρδιακή συλλογή. Η υποτροπή συνήθως εκδηλώνεται εντός 18 μηνών από το πρώτο επεισόδιο. Ο κίνδυνος υποτροπής είναι μικρότερος στα άτομα που έλαβαν κολχικίνη κατά το πρώτο επεισόδιο και σε αυτούς με ιδιοπαθή περικαρδίτιδα. Τα συμπτώματα της υποτροπιάζουσας περικαρδίτιδας μοιάζουν με αυτά του αρχικού επεισοδίου, αλλά συνήθως είναι ηπιότερα.
Η υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα είναι μία κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει απογοήτευση και εξουθένωση. Είναι σημαντικό να ενημερωθεί ο ασθενής σχετικά με τη φύση της νόσου, την πιθανή πορεία της και τις θεραπευτικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένων των εξής:
Μετά την επιτυχή θεραπεία μίας υποτροπής, μπορεί να εκδηλωθούν επιπρόσθετες υποτροπές. Αυτή η διαδικασία μπορεί να επαναλαμβάνεται με διαφορετικά μεσοδιαστήματα για μεγάλη χρονική περίοδο μέχρι και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, οι υποτροπές είναι συχνότερες κατά τα πρώτα 1–2 χρόνια και, στα περισσότερα περιστατικά, τείνουν να μειώνονται σε συχνότητα και βαρύτητα.
Η νόσος συνήθως εξαφανίζεται τόσο μυστηριωδώς όσο εμφανίστηκε, και σχεδόν πάντα το κάνει χωρίς να καταλείπει μόνιμες επιπλοκές.
Ο επιπωματισμός της καρδιάς και η συμπιεστική περικαρδίτιδα αποτελούν σοβαρές αλλά σπάνιες επιπλοκές της υποτροπιάζουσας περικαρδίτιδας. Τα συμπτώματα του επιπωματισμού της καρδιάς περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, αδυναμία και λιποθυμία. Τα συμπτώματα της συμπιεστικής περικαρδίτιδας περιλαμβάνουν πρήξιμο στα πόδια και άλλα σημεία του σώματος (οίδημα), κόπωση και δυσκολία στην αναπνοή.
Η περικαρδιεκτομή είναι μία χειρουργική επέμβαση στην οποία αφαιρείται ολόκληρο ή μέρος του περικαρδίου, δηλαδή του σάκου που περιβάλλει την καρδιά. Αυτή η επέμβαση αποτελεί την έσχατη λύση στη θεραπεία της υποτροπιάζουσας περικαρδίτιδας. Συνιστάται σε μερικές περιπτώσεις όπου όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν δοκιμασθεί και απέτυχαν.
ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
Οι πληροφορίες που περιέχονται στον παρόντα ιστότοπο είναι μόνο για εκπαιδευτικούς και ενημερωτικούς σκοπούς και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο συμβουλής ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου και εξουσιοδοτημένου ιατρού ή άλλου φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως ιατρική συμβουλή. Θα πρέπει πάντα να συμβουλεύεστε τον ιατρό σας.