Σύνδρομο
Wolff-Parkinson-White
Το σύνδρομο Wolff-Parkinson-White (WPW) είναι μία κατάσταση που προκαλεί επεισόδια ζάλης ή απώλεια αισθήσεων (λιποθυμία).
Τα άτομα με σύνδρομο WPW βιώνουν επεισόδια όταν η καρδιά τους χτυπά πολύ ταχύτερα από το φυσιολογικό (αυξημένη καρδιακή συχνότητα ή ταχυκαρδία). Αυτό προκαλεί συμπτώματα. Η ταχυκαρδία μπορεί να εκδηλωθεί ή να υποχωρήσει απότομα. Μερικές φορές η ταχυκαρδία υποχωρεί αυτόματα. Άλλες φορές χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση.
Ο φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός προέρχεται από ένα ηλεκτρικό σήμα που ξεκινά από ένα σημείο κοντά στο ανώτερο τμήμα της καρδιάς. Το σημείο αυτό ονομάζεται "φλεβόκομβος". Το ηλεκτρικό αυτό σήμα ακολουθεί μία συγκεκριμένη οδό για να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την καρδιά (βλ. Εικόνα 1). Καθώς εξαπλώνεται, το σήμα κάνει την καρδιά να συσπάται. Κάθε φορά που συσπάται («χτυπά»), εξωθεί αίμα σε ολόκληρο το σώμα. Φυσιολογικά, στους ενήλικες η καρδιά χτυπά ρυθμικά με 60 έως 100 σφυγμούς ανά λεπτό.
Εικόνα 1
Ο καρδιακός ρυθμός διαταράσσεται εάν:
Το ηλεκτρικό σήμα δεν ξεκινήσει από το σωστό σημείο.
Το ηλεκτρικό σήμα δεν ακολουθήσει τη σωστή οδό καθώς εξαπλώνεται στην καρδιά.
Στα άτομα με σύνδρομο WPW, η ταχυκαρδία οφείλεται στο γεγονός ότι το ηλεκτρικό σήμα ακολουθεί μία παθολογική επιπρόσθετη οδό, που ονομάζεται "παραπληρωματικό δεμάτιο" (βλ. Εικόνα 2). Όταν συμβαίνει αυτό, η καρδιά μπορεί να χτυπά πολύ ταχύτερα από το φυσιολογικό.
Εικόνα 2
Μερικά άτομα έχουν μία παθολογική επιπρόσθετη οδό στην καρδιά τους, αλλά δεν εμφανίζουν ταχυκαρδία. Τα άτομα αυτά είναι ασυμπτωματικά και δεν πάσχουν από σύνδρομο WPW, αλλά παρουσιάζουν απλώς "μορφολογία WPW" (0.25% του γενικού πληθυσμού). Τα άτομα αυτά συνήθως δεν χρειάζονται θεραπεία.
Τα άτομα με σύνδρομο WPW μπορεί να παρουσιάζουν τα παρακάτω συμπτώματα:
Αίσθημα γρήγορων προκάρδιων παλμών
Αίσθημα ζάλης
Απώλεια συνείδησης (λιποθυμία)
Θωρακικό πόνο
Το σύνδρομο WPW ενδέχεται να είναι απειλητικό για τη ζωή, επειδή μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο θάνατο. Κάτι τέτοιο όμως είναι πολύ σπάνιο. Συγκεκραμένα, στα ασυμπτωματικά άτομα με σύνδρομο WPW ο κίνδυνος αιφνίδιου καρδιακού θανάτου ισούται με 0.13% ανά έτος. Ο κίνδυνος αιφνιδίου θανάτου εξαρτάται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του παραπληρωματικού δεματίου, τα οποία ο γιατρός μπορεί να εξακριβώσει στη διάρκεια ηλεκτροφυσιολογικής μελέτης (βλ. παρακάτω).
Ο γιατρός σας μπορεί να διαγνώσει το σύνδρομο WPW, υποβάλλοντάς σας σε ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), με το οποίο αξιολογείται η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς. Το ΗΚΓ μπορεί να αποκαλύψει εάν κάποιο άτομο παρουσιάζει διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.
Μερικοί ασθενείς μπορεί να υποβληθούν σε μία εξειδικευμένη εξέταση που ονομάζεται "ηλεκτροφυσιολογική μελέτη". Η εξέταση αυτή μπορεί να:
Εξακριβώσει την αιτία της ταχυκαρδίας.
Εξακριβώσει τη θέση του παραπληρωματικού δεματίου, κάτι που είναι απαραίτητο αν πρόκειται να γίνει προσπάθεια καταστροφής ("κατάλυσης") του δεματίου με θερμότητα (ραδιοσυχνότητες, βλ. παρακάτω).
Αποσαφηνίσει εάν το παραπληρωματικό δεμάτιο έχει επικίνδυνα χαρακτηριστικά.
Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται σε συγκεκριμένη αίθουσα νοσοκομείου, η οποία ονομάζεται "ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο". Σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης παρακολουθούνται ο καρδιακός ρυθμός, η αρτηριακή πίεση και το οξυγόνο του εξεταζόμενου.
Για να γίνει η εξέταση, ο γιατρός εισάγει μικρά ηλεκτρόδια, διαμέσου μίας φλέβας στο άνω τμήμα του μηρού. Τα ηλεκτρόδια προωθούνται εντός της καρδιάς και τοποθετούνται σε διάφορα σημεία, με τη βοήθεια ακτινοσκόπησης. Τα ηλεκτρόδια αυτά έχουν την ιδιότητα να καταγράφουν τα ηλεκτρικό σήμα, από το εσωτερικό της καρδιάς, χαρτογραφώντας έτσι τις οδούς που ακολουθεί το ηλεκτρικό της σήμα.
Οι θεραπευτικές μέθοδοι που μπορούν να αποτρέψουν μελλοντικά επεισόδια ταχυκαρδίας περιλαμβάνουν:
Φάρμακα. Μερικοί ασθενείς χρειάζεται να λαμβάνουν φάρμακα καθημερινά.
Κατάλυση του παραπληρωματικού δεματίου με θερμότητα (ραδιοσυχνότητες). Η μέθοδος αυτή διακόπτει την αγωγή του ηλεκτρικού σήματος διαμέσου της παθολογικής οδού. Μετά τον εντοπισμό του παραπληρωματικού δεματίου με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη (βλ. παραπάνω), εφαρμόζεται ρεύμα υψηλής συχνότητας στην περιοχή, με στόχο να καταστραφεί το δεμάτιο και να μην άγει πλέον ηλεκτρικά ερεθίσματα. Όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένο προσωπικό, η μέθοδος έχει επιτυχία που ξεπερνά το 95%. Ωστόσο, μερικοί ασθενείς έχουν πολλαπλά παραπληρωματικά δεμάτια. Σε αυτούς, ένα από τα δεμάτια μπορεί αρχικά να μην εντοπιστεί, και η αρρυθμία μπορεί να υποτροπιάσει. Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία της κατάλυσης επαναλαμβάνεται, με πολύ καλά αποτελέσματα. Ο κίνδυνος σημαντικών επιπλοκών από την κατάλυση είναι χαμηλός (2-4%). Οι κύριες επιπλοκές είναι η αιμορραγία, η λοίμωξη, ο τραυματισμός της καρδιάς, η βλάβη στα νεύρα ή τα αγγεία του μηρού και η ανάγκη για εμφύτευση μόνιμου βηματοδότη. Ο κίνδυνος συγκεκριμένων επιπλοκών εξαρτάται εν μέρει από τη θέση του παραπληρωματικού δεματίου.
Εγχείρηση. Προτιμάται σπάνια. Η κατάλυση παραπληρωματικού δεματίου επιλέγεται συχνότερα.